- συγγανύσκομαι
- συγγᾰνύσκομαι, [voice] Med.,=A
συγχαίρω, τινι Them.Or.4.57d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγχαίρω, τινι Them.Or.4.57d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγανύσκομαι — Α χαίρομαι και εγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γανύσκομαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek
συγγάνυμαι — Μ συγγανύσκομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γάνυμαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek